- στάσιμος
- στάσιμοςcheckingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στάσιμος — η, ο / στάσιμος, ον ΝΜΑ [στάσις] 1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν) χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη… … Dictionary of Greek
στάσιμος — η, ο 1. αυτός που δεν αλλάζει κατάσταση, αμετάβλητος: Η πολιτική κατάσταση είναι στάσιμη. 2. ακίνητος: Τα στάσιμα νερά είναι εστίες μόλυνσης. 3. αυτός που δεν προβιβάζεται: Ο μαθητής αυτός έμεινε στάσιμος για δεύτερη χρονιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στασιμώτερον — στάσιμος checking masc acc comp sg στάσιμος checking neut nom/voc/acc comp sg στάσιμος checking adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιμωτέρων — στάσιμος checking fem gen comp pl στάσιμος checking masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιμώτατον — στάσιμος checking masc acc superl sg στάσιμος checking neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασίμως — στάσιμος checking adverbial στάσιμος checking masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάσιμον — στάσιμος checking masc/fem acc sg στάσιμος checking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιμωτάτη — στάσιμος checking fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιμωτάτην — στάσιμος checking fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιμωτάτης — στάσιμος checking fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)